- θαλλόφυτα
- Μία από τις τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις του φυτικού κόσμου που περιλαμβάνει τα φύλλα των μυξομυκήτων, των ευγλενοφυκών, των πυροφυκών, των χρυσοφυκών, των χλωροφυκών, των χαροφυκών, των φαιοφυκών, των ροδοφυκών, των ενυκήτων και των λειχήνων. Τα θ. είναι ατελή φυτά που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη διαφοροποιημένων βλαστών, φύλλων και ριζών και συνίστανται από έναν θαλλό απλής κυτταρικής σύνθεσης, χωρίς αγγεία. Διακρίνονται σε τρία αθροίσματα: τα φύκη, που περιέχουν χλωροφύλλη, τους μύκητες χωρίς χλωροφύλλη, και τους λειχήνες, η σύνθεση των οποίων περιλαμβάνει έναν μύκητα και ένα φύκος. Συνήθως, τα θ., ανάλογα με την κυτταρική τους δομή, έχουν μορφή νημάτων ή ευρύτερων επιφανειών, σε σχήμα φύλλου, και σπανιότερα παρουσιάζουν ογκώδη σώματα που σχηματίζονται από τη συνένωση των νημάτων.
Σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγή τους, ανήκουν στα κρυπτόγαμα ή σποριόφυτα. Η αναπαραγωγή τους πραγματοποιείται με μονοκύτταρα σπόρια, τα οποία παράγονται από το ίδιο το φυτό και αναπτύσσονται ανεξάρτητα. Ευδοκιμούν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά. Ορισμένα φύκη, όπως τα σαργάσια, παρουσιάζουν έναν υποτυπώδη σχηματισμό φύλλων και βλαστών, η δομή των οποίων όμως είναι εξαιρετικά απλή, σε σχέση με τα ανώτερα φυτά.
* * *ταβοτ. διαίρεση παλαιότερων συστημάτων ταξινόμησης, η οποία περιλαμβάνει όλα τα φυτά που το φυτικό τους σώμα δεν διαφοροποιείται σε ρίζες, βλαστούς και φύλλα, είναι δηλ. θαλλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thallophyta < thallo- (πρβλ. θαλλός) + -phyta (πρβλ. φυτά)].
Dictionary of Greek. 2013.